[Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ]

Δεν υπάρχουν σχόλια

 

Ένα ποίημα θα πούμε σήμερα περιβαλλοντικό.
Είναι του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Γράφτηκε μπροστά από 3 γενιές. Πάει να πει 100 χρόνια.
Και τότε και παλαιότερα και σήμερα το ερώτημα παραμένει παρά την όποια τεχνολογία.
Καταριούνται τα κομμένα δέντρα ; Τα κομμένα πεύκα ;
Οι γνώμες διίστανται.
Με θεό τον Ιανό όπως στις μέρες μας ή στη Ρωμαϊκή εποχή δεν υπάρχει πρόβλημα.
Το πρωί έτσι, το βράδυ γιουβέτσι.
Στην πόλη της ΞΑΝΘΗΣ προσέτι, ουδέποτε είχαμε φαινόμενα του είδους.
Πιό πεύκο και ποιό γεωγραφικό διαμέρισμα της πατρίδας μας στόχευσε με την πένα του ο ποιητής ;
Ποίημα και αίνιγμα συνάμα ή αντάμα.
Αίνιγμα και ποίημα αντάμα ή συνάμα.
Ιδού ο γρίφος, ιδού και το ποίημα.

1
΄΄ Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο ; Γιατί ; Γιατί ; ΄΄
- ΄΄ Αγέρας θάναι ΄΄ λέει ο Γιάννης και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά,
νάβρισκε ο Γιάννης μιά βρυσούλα, μιά ρεματιά!
Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο, να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης από κάτου, δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαδιά του και περπατεί!
΄΄ Δε θ΄ ανασάνω ΄΄ λέει ο Γιάννης ΄΄ γιατί ; γιατί ; ΄΄

2
- ΄΄ Γιάννη που κίνησες να φτάσεις ; ΄΄
- ΄΄ Στα δυό χωριά ΄΄.
- ΄΄ Κι ακόμα βρίσκεσαι εδώ κάτου ; Πολύ μακριά !΄΄
΄΄ Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω, τι έφταιξα εγώ ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει. Γι αυτό είμαι εδώ.
Πότε ξεκίνησα ; Είναι μέρες...για δυό, για τρεις...
ο νους μου σήμερα δεν ξέρω τ΄ είναι βαρύς ΄΄.
- ΄΄ Να μιά βρυσούλα, πιέ νεράκι, να δροσιστείς ΄΄.
Σκύβει να πιεί νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς.

3
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός,
στον ίδιο τόπο είν ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός...
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες! μα που κλαρί ;
Χτυπιέται ο Γιάννης με το χαλάζι, με τη βροχή.

4
΄΄ Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο το σπλαχνικό,
πούριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και το βοσκό ;
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα - τ΄ ακούς ; τ΄ ακούς ; -
και τραγουδούσε σα φλογέρα, στους μπιστικούς.
Φρύγανο και κλαρί του πήρες και τις δροσιές,
και το ρετσίνι του ποτάμι, απ τις πληγές.
Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, ως τη χρονιά,
που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά! ΄΄

5
΄΄ Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, την προσκυνώ.
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ...
Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή...
κι είχα και τρύγο...Τι ώρα νάναι και τι εποχή ;
Ξεκίνησα το καλοκαίρι - να στοχαστείς -
κι ήρθε και μ ήβρεν ο χειμώνας, μεσοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε ; Πως ;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο, που τρέχει εμπρός.
Άγιε το δρόμο δεν τον βγάνω - με τι καρδιά ; -
Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά.

6
Πέφτει σα δέντρο απ το πελέκι...Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ



 

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου