[Χώρα χωρίς γυναίκες CEOs]

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράφει η Στέλλα Κασδαγλή

Στη σύμβασή μας με την εταιρεία, η CEO υπέγραψε κάτω από τον τίτλο «ο Διευθύνων Σύμβουλος». «Δεν το έχουμε διορθώσει στα έγγραφα, γιατί με τον επόμενο θα πρέπει να αλλάξει ξανά» είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Είναι μία από τις ελάχιστες Ελληνίδες CEOs και, σύμφωνα με τις έρευνες, θα έχει, όπως οι περισσότερες, πιο σύντομη θητεία, σε μικρότερη επιχείρηση και με χαμηλότερο μισθό συγκριτικά με τους άνδρες ομολόγους της.

Το ποσοστό γυναικών CEOs που δίνει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων για το α΄ εξάμηνο του 2020 στην Ελλάδα είναι 4,5%, δηλαδή 3,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το εκείνο του α΄ εξαμήνου του 2019 (8,7%), 4,5 μονάδες υψηλότερο από του 2016 (0%) και 3,7 μονάδες χαμηλότερο από τον μέσον όρο της Ε.Ε. των 27 (8,2%).

Εδώ παρατηρούμε ένα βασικό χαρακτηριστικό των επιδόσεων της χώρας, σε αρκετούς τομείς που σχετίζονται με την ισότητα στη δημόσια ζωή: οι επιδόσεις αυτές δεν εμφανίζουν αξιόπιστες ανοδικές τάσεις (ούτε καν σταθερότητα) και δεν δείχνουν να επηρεάζονται από κάποιο πλαίσιο συντονισμένων δράσεων ή πολιτικών.

Διαμορφώνονται από πολλαπλούς χαλαρά συνδεδεμένους παράγοντες –το μέγεθος του πληθυσμού, τις κοινωνικοοικονομικές κρίσεις, τον μεταβαλλόμενο ρόλο της τεχνολογίας στην αγορά εργασίας, τη σταδιακή αλλαγή σε κοινωνικά στερεότυπα και τη σύνθεση των επιχειρήσεων– γεγονός που κάνει ακόμα σημαντικότερο το να εντοπίσουμε τους παράγοντες αυτούς και να προσπαθήσουμε να τους επηρεάσουμε συστηματικά.

Εκτός από τους κοινωνικούς, υπάρχουν και σημαντικοί οικονομικοί λόγοι να το κάνουμε. Εχουμε αρκετά στοιχεία πλέον που αποδεικνύουν ότι η ποικιλομορφία (έμφυλη και άλλη) στη διοίκηση και το δυναμικό των επιχειρήσεων έχει θετικό αντίκτυπο στην απόδοσή τους και ότι τα οφέλη επεκτείνονται πέρα από αυτές (η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το κόστος, σε ανθρώπινο κεφάλαιο, των έμφυλων ανισοτήτων για 141 χώρες του κόσμου ανέρχεται, συνολικά, σε 160,2 τρισ. δολάρια).

Μας λείπει όμως η κατανόηση του ότι η ποικιλομορφία της κορυφής εξαρτάται από την ποικιλομορφία της δεξαμενής – από το πού επιλέγουμε αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιο. Σύμφωνα με την άποψη της ουδετερότητας απέναντι στο φύλο, που υποστηρίζει ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός και είναι στο χέρι του καλύτερου ή της καλύτερης να φτάσει στην κορυφή, η δεξαμενή είναι a priori ανοιχτή, με 51% γυναίκες και 49% άνδρες στο εσωτερικό της. Η θεωρία όμως αυτή αγνοεί το ότι τα άτομα που έχουν τις ικανότητες για να φτάσουν στην κορυφή δεν έχουν απαραίτητα τις ευκαιρίες για να φτάσουν στον δρόμο – και να μπουν στη δεξαμενή.

Σε επίπεδο ανώτερων στελεχών, για παράδειγμα, τα ποσοστά για τις γυναίκες είναι ήδη χαμηλά: 16,5% για την Ελλάδα έναντι του 18,8% για την Ε.Ε. των 27. Ακόμα και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στο σημείο όπου οι Ελληνίδες δείχνουν να έχουν το προβάδισμα (το 2015 τα κορίτσια αποτελούσαν το 58,5% του φοιτητικού πληθυσμού στα ελληνικά πανεπιστήμια), μόνο 1 στα 6 άτομα που ειδικεύονται στον τομέα των περιζήτητων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών και μόνο 1 στα 3 άτομα με πτυχίο Επιστήμης-Τεχνολογίας-Μηχανικής-Μαθηματικών είναι γυναίκες.

Η απόκλιση αυτή σε συνδυασμό με τα ούτως ή άλλως χαμηλά ποσοστά απασχόλησης των Ελληνίδων είναι ένας μόνο από τους παράγοντες που περιορίζουν την ποικιλομορφία της δεξαμενής. Η έρευνα «Breaking the Glass Ceiling» που διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της Vodafone και με τη συμβολή του Alba Graduate Business School και του Women On Top, αναλύει αρκετούς ακόμα: την ανισοκατανομή του χρόνου που αφιερώνουν άνδρες και γυναίκες στις ευθύνες φροντίδας, τις ασυνείδητες προκαταλήψεις στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, την έλλειψη γυναικείων προτύπων στη δημόσια ζωή και την εικόνα που διαμορφώνουν οι γυναίκες για τον ρόλο τους, μέσα από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας που πριμοδοτεί τη «μετρημένη κοπέλα», την «καλή μαμά» και τη «σωστή νοικοκυρά» έναντι της αποτελεσματικής επαγγελματία.

Ετσι ο καλύτερος ή η καλύτερη που «κερδίζει» προέρχεται από ένα ποσοστό πολύ μικρότερο από 100% του δυναμικού της ελληνικής κοινωνίας. Κι εμείς εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το κόστος του να ανοίξουμε τον δρόμο για τη δεξαμενή είναι μεγαλύτερο από το κόστος του να αλληλοκαθησυχαζόμαστε ότι απλώς οι υπόλοιπες γυναίκες δεν ήθελαν να φτάσουν στην κορυφή.

* Η Στέλλα Κάσδαγλη είναι συνιδρύτρια του Οργανισμού Women on Top και συγγραφέας.


Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου