Ο βασιλιάς που υποσχέθηκε πολλά, ο τελάλης του και ο γελωτοποιός του.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Κάποτε σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένας βασιλιάς τρανός και μεγαλοπρεπής,
που ήθελε ο λαός του να τον προσκυνάει και να τον χειροκροτεί.

Ήθελε να ΄ναι όλος ο κόσμος ευχαριστημένος, βολεμένος, με υλικά αγαθά
πολλά και χαρές τέτοιες που να έδιωχναν κάθε σκοτούρα.
Στην προσπάθειά του αυτή είπε μια μέρα να καταγράψει τις επιθυμίες των
υπηκόων του και να τις κάνει όλες πραγματικότητα.
Και φυσικά δεν υπήρχε κάτι που να μην μπορούσε να υποσχεθεί αφού ήταν
βασιλιάς.
Ήταν εξάλλου πολύ καλός ο βασιλιάς. Και το γνώριζε αυτό καλά ο κόσμος.
Διέταξε λοιπόν ο βασιλιάς τον τελάλη του να διαλαλήσει την επιθυμία του και
να μαζέψει τον κόσμο να πει ο καθένας τι ήθελε.
Έβαλε μάλιστα το γελωτοποιό του να δέχεται τα αιτήματα του κόσμου και να
τα καταγράφει σε ένα μεγάλο κατάστιχο, με γράμματα μεγαλοπρεπή και
πολυποίκιλτα, σαν τον ίδιο το βασιλιά και να μεταφέρει στον κόσμο τη
βεβαιότητα ότι ο Πολυχρονεμένος θα τα πραγματοποιήσει όλα.
Κι ο γελωτοποιός έγραφε και έγραφε.
Πέρασε η πρώτη η μέρα, πέρασε η δεύτερη, έφτασε κι η τρίτη. Ο κόσμος
συνέχιζε να συρρέει. Που θα ξανάβρισκε τέτοια ευκαιρία.
Κι ο γελωτοποιός συνέχιζε να γράφει μέχρι που κι ο τελευταίος υπήκοος είπε
τι περίμενε από το βασιλιά.
Κι ο βασιλιάς με μιας διέταξε τους δούλους του να πραγματοποιήσουν όλα
όσα είπε ο κόσμος.
Και έσκυψαν το κεφάλι οι δούλοι και ξεκίνησαν υπακούοντας στη διαταγή του
βασιλιά.
Πέρασε η πρώτη η μέρα, πέρασε η δεύτερη, έφτασε κι η τρίτη. Οι δούλοι
κατάκοποι έτρεχαν από δω κι από κει, δεν προλάβαιναν με τα τόσα που είχε
υποσχεθεί ο βασιλιάς. Ο κόσμος άρχισε να γκρινιάζει.
«Πολυχρονεμένε μου», του είπαν οι δούλοι, «είναι δύσκολο να προκάμουμε,
κάνε αγάπη και πες στον κόσμο να κάνει υπομονή μέχρι να τους βολέψουμε
όλους αλλά και πάλι δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρουμε».
Και συγκατένευσε ο βασιλιάς και πάλι διέταξε τον τελάλη του να διαλαλήσει
την επιθυμία του να κάνει ο κόσμος υπομονή μέχρι να βρει ο καθείς τη
βόλεψή του.
Και βγήκε ο τελάλης να διαλαλήσει το τι τον διέταξε ο βασιλιάς. Κι έγινε
σούρουρο πολύ στον κόσμο, γιατί ο κόσμος ήξερε ότι ο βασιλιάς ήταν πολύ
καλός. Πώς ήταν δυνατό να τους λέει να κάνουν υπομονή; Και κάποιοι πιο
θερμόαιμοι, που πρόλαβαν και έφαγαν και μέθυσαν και δεν ήξεραν πια τι
έκαναν έπιασαν τον τελάλη και τον κρέμασαν προς παραδειγματισμό.
Σα να φοβήθηκε τότε ο βασιλιάς και κάλεσε το γελωτοποιό να τον ρωτήσει τι
να κάνει, μπροστά στον κόσμο που ήταν ανήσυχος.
Και ήρθε ο γελωτοποιός με το κατάστιχο που είχε όλα τα αιτήματα και όλες τις
υποσχέσεις.
«Πολυχρονεμένε μου», του είπε, «έχεις υποσχεθεί πολλά, όσα πιο πολλά
μπορούσες να έχεις υποσχεθεί. Κι όταν υπόσχεσαι πολλά, πρέπει να τα
τηρήσεις. Κι αν έχεις υποσχεθεί πραγματικά πάρα πολλά, σε σέρνουν από τη
μύτη. Ποιον; Εσένα, το βασιλιά. Και να θυμάσαι: Αν ανοίξει κάποιου η όρεξη,

δύσκολα του παίρνεις το φαΐ από το στόμα. Αν δεν έχει φαΐ, θα γυρίσει και θα
σε δαγκώσει».
Κι ο βασιλιάς διέταξε τους δούλους να κρεμάσουν το γελωτοποιό προς
παραδειγματισμό.
Κι ο κόσμος ησύχασε πως ο Βασιλιάς δεν είχε χάσει τα λογικά του και πως
αργά η γρήγορα θα έκανε του κάθε ενός τη χάρη.
Κι όλα αυτά έγιναν κάποτε, σε μια χώρα μακρινή.
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Βασίλης Παπαδόπουλος




Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου